dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
μέθοδος κατασκευής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Bautechnik
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
μέθοδος κατασκευής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Herstellungsverfahren
Ⓦ
Ⓖ
…